- τσεβδός
- -ή, -ό, Νβλ. τσευδός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσεβδός — ή, ό ψευδός, που τσεβδίζει, που δεν έχει καλή άρθρωση, τραυλός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατσουρίζω — (Μ κατσουρίζω) καψαλίζω, σιγοψήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < καψουρίζω (πρβλ. ψευδός: τσεβδός)] … Dictionary of Greek
τσευδίζω — και τσεβδίζω Ν [τσευδός / τσεβδός] ψευδίζω … Dictionary of Greek
τσευδός — και τσεβδός και τζευδός, ή, ό, Ν ψευδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδός, με τροπή τού π τού συμφωνικού συμπλέγματος πσ (> ψ ) σε τ (πρβλ. κο τσ άνι* < κο ψ άνιον, κου τσ ός* < κο ψ ός)] … Dictionary of Greek
τραυλός — ή, ό 1.αυτός που πάσχει από τραυλισμό, ψευδός, τσεβδός. 2. βραδύγλωσσος, κεκές: Τραυλός και δικηγόρος; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσεβδίζω — τσέβδισα, ψευδίζω, είμαι τσεβδός, τραυλίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσευδός — ή, ό βλ. τσεβδός, ή, ό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)